- πανήγυρη
- η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού εορτασμού θρησκευτικής επετείου, αλλ. εμποροπανήγυρη («ἥ τε πανήγυρις ἐμπορικόν τι πρᾱγμά ἐστι», Στράβ.)αρχ.1. εορταστική συνάθροιση λαού που γινόταν κατά τη διάρκεια τών πανελλήνιων αγώνων αλλά και άλλων θρησκευτικών εκδηλώσεων ευρύτερων ή μικρότερων περιοχών και πόλεων, όπως λ.χ. στην Ολυμπία, στη Νεμέα, στους Δελφούς ή στην Κόρινθο, και η οποία, εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο που ενυπήρχε σε όλες τις περιπτώσεις και τη διεξαγωγή αγώνων, συνοδευόταν από σειρά άλλων εκδηλώσεων μεταξύ τών οποίων αναφέρονται η εκφώνηση λόγων ή διαλέξεων από διάσημους ρήτορες, συμπόσια, χοροί, καθώς και η οργάνωση εμπορικής αγοράς2. συνέλευση θεών, αλλά και ανθρώπων, που γινόταν για έναν κοινό συγκεκριμένο σκοπό και προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις3. (γενικά) το σύνολο τών συγκεντρωμένων ανθρώπων, η ομήγυρη4. επίδειξη5. φρ. «πανήγυρις ὀφθαλμών» — οπτική τέρψη, απόλαυση τών οφθαλμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄγυρις* «συνέλευση, συγκέντρωση» (πρβλ. ομ-ήγυρις)].
Dictionary of Greek. 2013.